- αρετσίνωτος
- -η, -ο1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρετσίνωτος — η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν έβαλαν ρετσίνι: Ήταν κρασί αρετσίνωτο. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε άδικα, αυτός που δεν του κόλλησαν ρετσινιά: Ήταν απ τους λίγους στο χωριό που είχαν μείνει αρετσίνωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρρητίνωτος — ον ο αρετσίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek